επιζηλος

επιζηλος
    ἐπίζηλος
    ἐπί-ζηλος
    2
    достойный зависти, завидный
    

ἀφθόνητος οὐκ ἐ. πέλει Aesch. — кому не в чем завидовать, судьба того незавидна


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιζηλος" в других словарях:

  • Ἐπίζηλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίζηλος — enviable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίζηλος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο… …   Dictionary of Greek

  • επίζηλος — η, ο επίρρ. α ο άξιος να ζηλεύεται, αξιοζήλευτος, ζηλευτός, ζηλεμένος: Κατέλαβε την επίζηλη θέση του διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίζηλον — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc sg ἐπίζηλος enviable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζήλους — Ἐπίζηλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζήλους — ἐπίζηλος enviable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζήλῳ — Ἐπίζηλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιζήλῳ — ἐπίζηλος enviable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπίζηλον — Ἐπίζηλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίζηλος — η, ο ο μη επίζηλος, αυτός που δεν είναι αξιοζήλευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»